FRaNChEsKa CHaTzIPaNaGIoTI

FRaNChEsKa CHaTzIPaNaGIoTI
~ La voix...~

Σελίδες

Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Ουδέν Αμιγές: «στην τύχη»..


στην τύχη:


Είμαι ο μοναδικός γιος ενός σκουπιδιάρη. Το σπίτι μου μύριζε πάντα χλωρίνη· η μυρωδιά της σκέπαζε κάθε άλλη. Αν δεν είχα μπει σε άλλα σπίτια δεν θα ήξερα πώς μυρίζουν τα φαγητά όταν μαγειρεύονται. Τη μυρωδιά των χεριών του πατέρα μου δεν την γνώρισα. Τα χέρια του μύριζαν πάντοτε οινόπνευμα. Η μάνα μου τον υποχρέωνε να τα απολυμαίνει προτού με αγγίξει, αλλιώς δεν τον άφηνε ούτε να με πλησιάσει. Θυμάμαι πώς λαχταρούσα την ώρα που θα γυρίσει σπίτι από τη δουλειά. Έτρεχα προς το μέρος του μόλις τον έβλεπα να μου χαμογελάει από την πόρτα, κι εκείνη όρμαγε, έμπαινε ανάμεσά μας και μ’ άρπαζε, λες και μ’ έσωζε από φορτηγό που ερχόταν κατά πάνω μου. «Έχω πλυθεί κι έχω αλλάξει», της έλεγε πάντα χαμηλόφωνα και παρακλητικά εκείνος, αλλά η μάνα μου με κρατούσε σαν τα λύτρα που θα πλήρωναν μια ανταλλαγή ζωής ή θανάτου, μέχρι να τον δει να μπαίνει στο μπάνιο. Μεγάλωσα με τα αποστειρωμένα χάδια του πατέρα μου και τη φωνή της μάνας μου σαν βουητό μέσα στο κεφάλι μου, να λέει «άμα δεν διαβάζεις θα γίνεις σκουπιδιάρης».

Ήταν κόρη εμπόρου. Όταν γνωρίστηκαν κι ο πατέρας μου της είπε ότι ήταν δημοτικός υπάλληλος, εκείνη δεν σκέφτηκε να ρωτήσει σε ποια υπηρεσία του δήμου. Όταν έμαθε, ήταν ήδη έγκυος σ’ εμένα, παντρεύτηκαν κι εκείνη από τότε νιώθει εξαπατημένη. Δεν μίλησε ποτέ ξανά γι’ αυτό, όμως ούτε ποτέ ξανά του επέτρεψε να την αγγίξει. Όταν καμιά φορά οι συγγενείς τη ρωτούσαν γιατί δεν έκανε άλλο παιδί, εκείνη έλεγε ότι απλώς δεν έτυχε και άλλωστε είχε μεγάλα σχέδια για μένα, οπότε ήταν καλύτερα έτσι, απερίσπαστη, γιατί θα έδινε σε μένα όλη της την προσοχή.
Ο πατέρας μου έζησε όλη του τη ζωή μέσα στις ενοχές, η μάνα μου μέσα στο θυμό και την πικρία. Σταδιακά, όταν αναφερόταν στο επάγγελμα του πατέρα μου, έκοψε και το «δημοτικός» και έλεγε σκέτο «υπάλληλος», χωρίς να αφήνει περιθώρια για άλλες εξηγήσεις.

Ήμουν άριστος μαθητής, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε τη μάνα μου να με πιέζει πάντα για λίγο παραπάνω. Έλεγε και ξανάλεγε ότι δεν μπορούσε να αφήσει τίποτα στην τύχη, ότι όποτε το έκανε, όλα πήγαν όσο πιο στραβά μπορούσαν. Όταν καθόμασταν με τον πατέρα μου και μιλούσαμε έβρισκε πάντα κάτι για να μας διακόψει. «Δεν νομίζω ότι σου περισσεύει χρόνος για χαζομάρες» ήταν, συνήθως, αυτό που έλεγε κι εγώ της απαντούσα ότι δεν ήταν χαζομάρα να μιλάω με τον πατέρα μου. Τότε άρχιζε να μουρμουράει «δεν καταλαβαίνω τι μπορεί να έχετε να πείτε εσείς οι δύο, ειδικά σε ώρα διαβάσματος», μέχρι να καταφέρει να μου αποσπάσει οριστικά την προσοχή. Διαμαρτυρόμουν, λέγοντας ότι δεν είναι όλες ώρες διαβάσματος και ότι δεν είναι δυνατόν να διαβάζω συνεχώς, αλλά εκείνη αμέσως βούρκωνε και ο πατέρας μου με έδιωχνε να πάω στο δωμάτιό μου. Μόλις καθόμουν στο γραφείο μου, εκείνη έβρισκε μια αφορμή κι ερχόταν πίσω μου για να ψιθυρίσει γι’ ακόμα μια φορά, δήθεν συγυρίζοντας μια λεπτομέρεια, «άμα δεν διαβάζεις θα γίνεις σκουπιδιάρης».
Ο πατέρας μου την υπερασπιζόταν πάντα. Ειδικά όταν του παραπονιόμουν για την ασφυκτική της πίεση, έλεγε ότι είχε δίκιο, ότι και οι δύο περίμεναν από εμένα το καλύτερο, ότι η χαρά της μάνας μου ήμουν εγώ και μου ζητούσε να μην την απογοητεύσω. Μια -αλλά και τελευταία- φορά τον ρώτησα πώς αντέχει τόσα χρόνια αυτή της τη συμπεριφορά, όχι σ’ εμένα αλλά στον ίδιο. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα να θυμώνει μαζί μου. Με κοίταξε σοβαρός και μου είπε ότι δεν καταλάβαινε τι εννοούσα και πως η γυναίκα του ήταν μια κυρία και πολύ καλός άνθρωπος.

Στην τρίτη λυκείου έδωσα όλες μου τις δυνάμεις στο στόχο μου να μη γίνω σκουπιδιάρης. Δεν έκανα τίποτε άλλο, μόνο διάβαζα. Την άνοιξη έπαθα υπερκόπωση, κόντεψα να τρελαθώ, ο γιατρός μου σύστησε να ξεκουραστώ οπωσδήποτε γιατί σε λίγο θα κινδύνευα να καταρρεύσω οπότε θα χρειαζόμουν νοσοκομείο και θα έχανα τις εξετάσεις. Όταν με ρώτησε για τη βαθμολογία μου και του είπα, έμεινε για λίγο σιωπηλός. Μόλις συνήλθε, με ρώτησε γιατί τότε διάβαζα τόσο εξαντλητικά και τι ήταν αυτό που με φόβιζε τόσο. Του είπα ότι έπρεπε οπωσδήποτε να τα καταφέρω και ότι δεν μπορούσα να αφήσω αυτό το θέμα στην τύχη. Ούτε εγώ δεν πίστευα αυτά που άκουγα από το στόμα μου. Λίγο ακόμα και θα του έλεγα ότι «άμα δεν διαβάζω θα γίνω σκουπιδιάρης». Φεύγοντας από το ιατρείο, ο γιατρός μού ευχήθηκε «καλή τύχη» και η μάνα μου τον κοίταξε λες και με καταράστηκε.
Πέρασα στο πολυτεχνείο στους δέκα πρώτους. Χημικών Μηχανικών Αθήνας. Τη μέρα που πήρα τα αποτελέσματα, κατάλαβα ότι ποτέ μέχρι τότε δεν είχα δει τη μάνα μου ευτυχισμένη. Η φράση «φοιτητής στο πολυτεχνείο» είχε έναν πρωτόγνωρο ήχο όταν έβγαινε από το δικό της στόμα και δεν πρέπει να υπάρχει έκτοτε άνθρωπος που τη συνάντησε, γνωστός ή άγνωστος, και δεν την άκουσε να την προφέρει, πάντα με τον ίδιο στόμφο, σα να περιέγραφε κάποιον που θα μπορούσε να αλλάξει τη θέση των πλανητών του ηλιακού μας συστήματος.

Τελείωσα με άριστα. Η αγαπημένη της φράση πλέον ήταν «χημικός μηχανικός». Την πρόφερε πάντα προσεκτικά σα να τη δίδασκε σε καθυστερημένους κουφούς, αργά σαν τρένο που αλλάζει σιδηροτροχιά, καθαρά όπως το σπίτι μας και τα λευκασμένα από το τρίψιμο χέρια του πατέρα μου και δυνατά όσο χρειαζόταν για να ισοσταθμιστούν οι ψίθυροι δεκαοχτώ χρόνων.
Το πρόσωπο του πατέρα μου γαλήνεψε, το πτυχίο μου τον ανακούφισε, του πήρε ένα βάρος πάνω από τις πλάτες του. Η σχέση μεταξύ τους όμως, επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο. Εκείνη του συμπεριφερόταν σαν να μην υπήρχε, σχεδόν δεν τον έβλεπε πια, ακόμα κι όταν στεκόταν μπροστά της. Εκείνος έκανε σαν να μην το καταλαβαίνει και μου χαμογελούσε πού και πού, για λίγο, αλλά με ευγνωμοσύνη. Αναρωτιόμουν τι χειρότερο θα μπορούσε να φοβόταν ότι θα αντιμετώπιζε αν δεν είχαν γίνει έτσι τα πράγματα, αλλά δεν ρώτησα ποτέ. Στο βάθος ήξερα ότι ο φόβος του ήταν μήπως του έμοιαζα.
Η έμπρακτη διάψευση αυτού του φόβου, τού εξασφάλιζε ένα μίνιμουμ αυτοεκτίμησης. Και ίσως αυτή η σκέψη ήταν που με εμπόδισε και δεν του είπα ποτέ πόσο πολύ νόμιζα εγώ ότι του μοιάζω, πόσο ίδιοι έβλεπα πάντα ότι είμαστε.

Άρχισα να ψάχνω για δουλειά σε μια εποχή που οι περισσότεροι απολύονταν. Παρότι, με τόσο μεγάλη ζήτηση εργασίας η προσδοκία να δουλέψω πάνω στην ειδικότητά μου, έμοιαζε αστείο, προσπάθησα πολύ. Κουράστηκα να στέλνω βιογραφικά και αιτήσεις. Τα πράγματα είχαν δυσκολέψει πολύ. Η οικονομική μας κατάσταση ήταν χειρότερη από ποτέ. Ο μισθός του πατέρα μου δεν έφτανε ούτε για να βγάλουμε το μήνα, οι δόσεις των δανείων έτρεχαν πιέζοντας για λύσεις. Έπρεπε πάση θυσία να βρω κάτι, οτιδήποτε. Η μάνα μου, στον κόσμο της, απορούσε γιατί δεν με είχαν ακόμα καλέσει από το υπουργείο ανάπτυξης να αναλάβω τη βιομηχανία της χώρας.
Μετά από κάποιο διάστημα ζητούσα πλέον δουλειά οπουδήποτε, συστηματικά αποκρύπτοντας τις σπουδές μου. Μια μέρα σκέφτηκα τον κύριο Φώτη, παλιό συνάδελφο του πατέρα μου που, με τη βοήθεια των γνωριμιών του, όπως ακουγόταν, είχε πετύχει μετάταξη σε καλύτερη και καθαρότερη θέση και εκτιμούσε αφάνταστα τον πατέρα μου, γιατί ήταν ένας από τους ελάχιστους συναδέλφους που δεν τον πικάρισε ποτέ για την καλή του τύχη. Δεν είπα τίποτα σε κανέναν και πήγα να τον βρω. «Οτιδήποτε», του είπα. Εκείνος είχε πρόσβαση και επιρροή στις προσλήψεις ορισμένου χρόνου στον τομέα καθαριότητας. Μόνο αυτό ήξερε και μόνο έτσι μπορούσε να βοηθήσει και μου υποσχέθηκε ότι θα το έκανε. Είχα καταφέρει το αδιανόητο. Του ζήτησα να μην πει τίποτα στον πατέρα μου. Δεν είχε λόγο να με προδώσει, ορκίστηκε ότι δεν θα έλεγε τίποτα. Πώς είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, δεν ήθελα να το σκέφτομαι. Ούτε στην τύχη να τα είχα αφήσει.

Επί δύο μήνες κατάφερα να το κρατήσω μυστικό με διάφορους τρόπους. Μέχρι και «αισθηματικό δεσμό», όπως το έλεγε η μάνα μου, σκαρφίστηκα για να δικαιολογώ το παράξενο ωράριό μου. Το παραδέχτηκα μόνο όταν ο πατέρας μου με ρώτησε ευθέως. Το είχε καταλάβει ήδη από τις ώρες που έλειπα, αλλά σιγουρεύτηκε όταν σταθήκαμε όρθιοι στο λεωφορείο και με είδε να κρατάω έναν στύλο. «Μόνο οι σκουπιδιάρηδες κρατιούνται έτσι», μου είπε με χαμηλωμένο το κεφάλι. Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, είπαν οι γιατροί, δεκαπέντε μέρες μετά. Είχαν απομείνει μόνο λίγοι μήνες δουλειάς, μέχρι να καταθέσει τα χαρτιά του για σύνταξη.
Η μάνα μου, για τη δουλειά, έμαθε στην κηδεία κατά λάθος από τη γυναίκα του κυρίου Φώτη. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η κηδεία έγινε σπαρακτική. Ακόμα αναρωτιέμαι αν ο ίδιος ο θάνατος του πατέρα μου, έπαιξε κάποιο ελάχιστο ρόλο, έστω κομπάρσου, στην κατάσταση της μετά το άκουσμα της είδησης ότι είχα γίνει σκουπιδιάρης. Δεν θα μάθω ποτέ αν ο χαμός του συνέβαλε έστω ελάχιστα στον τόσο μεγάλο θρήνο της. Όταν τη θυμάμαι να κλαίει τόσο, μ’ αρέσει να σκέφτομαι ότι η θέα του νεκρού της άντρα αποτέλεσε έστω μια μικρή παράμετρο.
Έχουν περάσει τρεις μήνες. Δεν έχει βγει από τότε ούτε μια φορά, ούτε έχει ξανακαθαρίσει το σπίτι. Δεν μου μιλάει καν. Φοβάμαι ότι θα πεθάνει κι αυτή. Σκέφτηκα να τα παρατήσω, μήπως και συνέλθει, όμως τώρα μπαίνει στο σπίτι μόνο ο δικός μου μισθός και δεν μπορώ. Δεν την αντέχω τέτοια ευθύνη. Το μόνο που ελπίζω είναι να μην μου ανανεώσουν τη σύμβαση και οι πιθανότητες είναι καλές. Μετά, βλέπουμε. Άλλωστε ο νέος μου στόχος, τώρα πια, είναι να μην πεθάνω σκουπιδιάρης. Αλλά, αυτή τη φορά, λέω να το αφήσω στην τύχη.

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

• Ελλάδα της λιτότητας 2013 .. Ν Τ Ρ Ο Π Η ΜΑΣ .. •


http://youtu.be/2YXaf7aafcY 

• ░❖Ν Τ Ρ Ο Π Η ΜΑΣ❖░• . .
. . € 313 τον μήνα για ΑΜΕΑ . .

Ελλάδα της λιτότητας. Μειωμένοι μισθοί, συντάξεις, ανεργία. Δύσκολη καθημερινότητα για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Ακόμη πιο δύσκολη όταν κάποιος αντιμετωπίζει και πρόβλημα αναπηρίας… ενώ την ίδια ώρα τα επιδόματα να αργούν να καταβληθούν.

«Γεια σας,


Είμαι άτομο με 67% αναπηρία και με την παρούσα επιστολή θα παρακαλούσα να προβάλετε την είδηση ότι το κράτος έχει ξεχάσει εντελώς τα άτομα με αναπηρία. Μας δίνουν από την Πρόνοια το μεγάλο ποσό των 626 ευρώ το ΔΙΜΗΝΟ και όπως θα έχετε πληροφορηθεί από τα Μέσα Ενημέρωσης αρχές Φεβρουαρίου θα πληρώσουν το δίμηνο ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ- ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ.


Προσπάθησα να πληροφορηθώ πότε θα μας δώσουν τα χρήματα του ΔΙΜΗΝΟΥ που μας χρωστάνε και απάντηση δεν πήρα...
Άραγε ο αρμόδιος Υπουργός ξέρει τι σημαίνει να ζει ένα ανάπηρο άτομο με 313 ευρώ το μήνα;


Έχει πρόθεση τα χρήματα που χρωστάει στα άτομα με αναπηρία να τα πληρώσει με τόκο, γιατί όπως γνωρίζω όταν ένας πολίτης δεν είναι συνεπής στις οφειλές του προς το κράτος πληρώνει πρόστιμο... Όταν το κράτος δεν είναι τι γίνεται;


Επίσης, πόσο δύσκολο είναι σε όσους χειρίζονται τα προνοιακά επιδόματα να ορίσουν συγκεκριμένες ημερομηνίες πληρωμών, όπως με ΟΛΟΥΣ τους συνταξιούχους, που θα τηρούνται, ώστε να ξέρουμε πότε θα πληρωνόμαστε όσοι είμαστε δικαιούχοι;
Είναι δυνατόν εγώ ως άτομο με αναπηρία να ζω καθημερινά με την αγωνία και το φόβο για το πότε και αν θα πάρω τα χρήματα της πρόνοιας από τα οποία ζω;


Παρακαλώ τους αποδέκτες αυτής της ηλεκτρονικής επιστολής να κάνουν ότι μπορούν, μπας και διορθωθεί μια κατάσταση ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ που ταλαιπωρεί 400.000 δικαιούχους προνοιακών επιδομάτων.
Δεν πρόκειται για κάποια χάρη, αλλά για χρήματα ενός ΔΙΜΗΝΟΥ που μας χρωστάνε».

                                           Φραντσέσκα Χατζηπαναγιώτη

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

˙·٠• тнєяє'ѕ иσ тυяиιиg вα¢к •٠·˙ Ο ΠΑΤΟΣ ΗΤΑΝ 100 ΟΡΟΦΟΙ ΠΙΟ ΠΑΝΩ…


˙·٠тнєяє'ѕ иσ тυяиιиg вα¢к٠·˙
Ο ΠΑΤΟΣ ΗΤΑΝ 100 ΟΡΟΦΟΙ ΠΙΟ ΠΑΝΩ
Σοκ: Η Ολλανδία αναγνώρισε και νομιμοποίησε το κόμμα των παιδόφιλων
~Via iefimerida.gr~
Σε μιά απόφαση-σοκ προχώρησε η Ολλανδική κυβέρνηση. Νομιμοποίησε και αναγνώρισε και επίσημα το νεοϊδρυθέν κόμμα των παιδόφιλων.
Η απόφαση αυτή ήρθε μετά την αντίστοιχη του Τοπικού Δικαστηρίου της Χάγης, η οποία βασιζόμενη στην ελευθερία της έκφρασης, του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, δεν απαγόρευσε την ίδρυσή του.
Σε αυτή την περίπτωση η ελευθερία της έκφρασης λειτούργησε εναντίον των δικαιωμάτων των παιδιών.
Βασικοί στόχοι του κόμματος είναι:
- Η νομιμοποίηση της σεξουαλικής επαφής μεταξύ ενηλίκων και ανηλίκων από 12 ετών…!!!
- Η νομιμοποίηση της κατοχής παιδικού πορνογραφικού υλικού για προσωπική χρήση…!!!

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Με λένε Ελλάδα... / My name is Greece...


Με λένε Ελλάδα, είμαι μητέρα και τα παιδιά μου είναι οι Έλληνες! 
Βρίσκομαι στην Ευρώπη! Είμαι μικρή χώρα, μια κουκκίδα στον παγκόσμιο χάρτη, έχω όμως το καλύτερο "οικόπεδο" στον πλανήτη...!

Διακρίνομαι για την Ιστορία μου...,
τους Αγώνες μου..., 
την Αντίστασή μου..., 
την Ψυχή και τον Πατριωτισμό μου!!! 
Όλοι με ζηλεύουν... Πάντα με ζήλευαν γι αυτό και πάντα είχα εχθρούς! 
Πολεμούσα κι Αντιστεκόμουν με όλη μου την δύναμη...
και στο τέλος τα κατάφερνα!!!

Κι εκεί που όλα ήταν ήσυχα... μ αιφνιδίασαν και τρόμαξα!!!
Ο εχθρός με χτύπησε εσωτερικά... Πονηρά και Ύπουλα... 
όχι όπως τις άλλες φορές... 
Ζούσε "σπίτι" μου, τον είχα με τα παιδιά μου αλλά... 
ήταν καλά καλυμμένος και δεν φαινόταν... 
Ξεγέλασε ακόμα και μένα!!!

Προσπαθώ να τον αντιμετωπίσω αλλά...
πολλά απ τα παιδιά μου τον υποστηρίζουν... 
κι αντιστέκονται σε μένα! 
την ίδια τους την μάνα... 

Έχουν φτάσει σε σημείο να με περιγελούν... 
να με κοροϊδεύουν...
να με πουλάνε...
να μην με αναγνωρίζουν...!!!

Είμαι Πικραμένη...
Τρομαγμένη...
Εξουθενωμένη... 
αλλά δεν θα το βάλω κάτω!!! 

Με το κεφάλι Ψηλά θ’Αγωνιστώ... 
και θ' Αντισταθώ, όπως έκανα πάντα...
Μπορεί να γονατίσω... αλλά θα παλέψω...
και θα νικήσω!!! 

Την Ψυχή και τον Πατριωτισμό μου δεν θα μου τα πάρουν ποτέ!, 
ούτε και πρόκειται να με φτάσει κανένας σ αυτά... 
Δεν πρόκειται να Παραδοθώ... 
να Πουληθώ... 
και να Πεθάνω για το χατίρι κανενός... 

'Άλλωστε... 
ποιά μάνα εγκαταλείπει το σπίτι και τα παιδιά της...

_________________________________________________________________


My name is Greece, I'm a mother and my children are the Greeks!
I'm in Europe! I'm a small dot on the world map, but I have the best plot in the world...!

I am well known for my History...,
my Battles...,
my Resistance...,
my Soul and my Patriotism!!!
Everyone is jealous of me...Always have been, that is why I always had enemies.
I Fought my battles and Resisted
with all my strength...
and at the end I was always successful!

Suddenly, when everything was quiet... they surprised me and I got scared!!!
The enemy struck internally... Manipulative and Insidiously...
not like the other times...
It lived with me, at my "home", with my children but...
it was well hidden and it did not appear...
and it even tricked me!!!

I am trying to deal with it but...
many of my children support it...
and they contradict me!
their own mother...

To the point that they laugh at me...
making fun of me...
selling me...
not recognizing me...!!!

I'm very Bitter...
Scared...
Exhausted...
but I will not give up!!!

With my head held High I will Fight...
and I will Resist like I always have...
It might be difficult but I will fight...
and I'll win!!!

They will never take away my Soul and Patriotism
and no one will be like me...
I will not Surrender...
I will not Sell myself...
and I will not Sacrifice myself for anyone...

Anyways...
which mother abandons her home and her children...


Μουσική: Σταμάτης Σπανουδάκης (Πέτρινα Χρόνια)
Μετάφραση: Κώστας Μιχαλόπουλος / Παναγιώτης Τζελεπόπουλος

.................................................................
Φραντσέσκα Χατζηπαναγιώτη ~ FRaNCheSKa CHaTzIPaNaGIoTI

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Περίεργα παιχνίδια παίζει η M O I Ρ Α…


17η Απριλίου: Ο Δημήτρης Μητροπάνος «έφυγε» την ίδια μέρα με ένα χρόνο διαφορά, με τον Νίκο Παπάζογλου...

Ο θάνατος του Νίκου Παπάζογλου είχε συγκλονίσει στις 17 Απριλίου 2011 το πανελλήνιο… Ένα χρόνο μετά, πριν καλά καλά σβήσουν τα δάκρυα του ελληνικού τραγουδιού έφυγε και ο Μητροπάνος…
Πρόκειται για δύο πραγματικά αναντικατάστατους καλλιτέχνες που τα τραγούδια τους θα αφήσουν εποχή…
Ο Νίκος Παπάζογλου άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 63 ετών μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο. Από την άλλη ο Δημήτρης Μητροπάνος πάλευε με διάφορα προβλήματα υγείας για 10 ολόκληρα χρόνια …

Τελικά έφυγε σε ηλικία 64 ετών μετά από έμφραγμα που υπέστη.
Οι γιατροί κατάφεραν να τον επαναφέρουν αρχικά, αλλά τελικά η καρδιά του δεν άντεξε...
Και οι δύο τραγούδησαν τον θάνατο, χόρεψαν μαζί του αλλά δεν τον κέρδισαν τελικά. . .;; ;; ;;

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

ΛΑΧΤΑΡΩ...

Λ Α Χ Τ Α Ρ Ω ...

Λ α χ τ α ρ ώ  

Εγώ θέλω να κοιμάμαι πλάι σου.
Και να σου κάνω τα ψώνια σου, και να σου κουβαλάω τις σακούλες σου,
Και να σου λέω πόσο πολύ μου αρέσει να είμαι μαζί σου,
Και να θέλω να παίζουμε κρυφτό,
Και να σου δίνω τα ρούχα μου, και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα παπούτσια σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να κάνεις μπάνιο,
Και να σου τρίβω το σβέρκο σου,
Και να σου φιλάω τα πόδια σου,
Και να σου κρατάω το χέρι σου,
Και να βγαίνουμε για φαγητό, και να μη με νοιάζει που θα μου τρως το δικό μου,
Και να σου δακτυλογραφώ την αλληλογραφία σου, και να σου κουβαλάω τα ντοσιέ σου,
Και να γελάω με την παράνοια σου,
Και να σου δίνω κασέτες που δεν θα τις ακούς,και να βλέπουμε καταπληκτικές ταινίες, και να βλέπουμε απαίσιες ταινίες,και να μαλώνουμε για το ραδιόφωνο,
και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι,
και να σηκώνομαι πρώτη για να σου φέρω καφέ και κουλούρια και γεμιστά κρουασάν,
Και να πηγαίνουμε για καφέ στο Monmouth Coffee τα μεσάνυχτα,
Και να σ’ αφήνω να μου κάνεις τράκα τσιγάρα,
Και να μην καταφέρνω ποτέ να βρω ένα σπίρτο,
Και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση χτες το βράδυ,
Και να μη γελάω με τα αστεία σου, και να σε θέλω το πρωί αλλά να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα.
Και να φιλάω την πλάτη σου, και να χαϊδεύω το δέρμα σου.
Και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, τα χέρια σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες και να καπνίζω, ώσπου να γυρίσει σπίτι ο διπλανός σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να γυρίσεις σπίτι εσύ,
Και να τρελαίνομαι όταν αργείς,
Και να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα,
Και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια,
Και να πηγαίνω στο πάρτι σου και να χορεύω ώσπου να πέσω ξερή,
Και να’μαι δυστυχισμένη όταν έχω άδικο,
Και να’μαι ευτυχισμένη όταν με συγχωρείς,
Και να χαζεύω τις φωτογραφίες σου,
Και να παρακαλάω να σ’ ήξερα μια ζωή.
Και ν’ ακούω τη φωνή σου να μου ψιθυρίζει στ’ αυτί ,
Και να νοιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου,
Και να τρομάζω όταν θυμώνεις,
Και το ένα σου μάτι να κοκκινίζει και το άλλο γαλάζιο,
Και να σ’ αγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία,
Και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς,
Και να σε θέλω όταν σε μυρίζω,
Και να σε πληγώνω όταν σε αγγίζω,
Και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου, και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι,
Και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου,
Και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες,
Και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις τις κουβέρτες, και να ζεσταίνομαι όταν δεν μου τις παίρνεις,
Και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν γελάς,
Και να μην καταλαβαίνω όταν λες ότι σε απορρίπτω,
Και ν’ αναρωτιέμαι πως σου πέρασε ποτέ απ’ το νου ότι εγώ θα μπορούσα ποτέ να σε απορρίψω,
Και ν’ αναρωτιέμαι ποιός είσαι αλλά να σε δέχομαι έτσι όπως είσαι,
Και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος, τον άγγελο του δέντρου, το κορίτσι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό επειδή σ’ αγαπούσε,
Και να σου γράφω ποιήματα, και να αναρωτιέμαι γιατί δεν με πιστεύεις,
Και να σ’ αγαπάω τόσο βαθιά που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια,
Και να θέλω να σου πάρω ένα σκυλάκι που θα το ζηλεύω γιατί θα το προσέχεις περισσότερο από μένα,
Και να μη σ’ αφήνω να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις,
Και να σου αγοράζω δώρα που εσύ δεν τα θέλεις, και πάλι να τα παίρνω πίσω,
Και να σου λέω να παντρευτούμε, και συ να μου λες πάλι όχι,
Αλλά εγώ να στο λέω και να στο ξαναλέω, γιατί όσο κι αν νομίζεις πως δεν το λέω σοβαρά εγώ πάντα σοβαρά το έλεγα, από την πρώτη φορά που στο είπα,
Και να τριγυρίζω στη πόλη και να τη νοιώθω άδεια χωρίς εσένα,
Και να θέλω ότι θέλεις,
Και να νομίζω πως χάνομαι, αλλά να ξέρω πως πλάι σου είμαι ασφαλής,
Και να σου μιλάω για ότι χειρότερο έχω μέσα μου,
Και να προσπαθώ να σου δίνω ότι καλύτερο έχω μέσα μου γιατί δεν σου αξίζει τίποτα λιγότερο
Και να σου λέω την αλήθεια αν και κατά βάθος δεν θέλω
Και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω πως το προτιμάς,
Και να νομίζω πως όλα τέλειωσαν, κι ωστόσο να περιμένω άλλα δέκα λεπτά πριν με πετάξεις έξω απ’ ζωή σου,
Και να ξεχνάω ποιά είμαι,
Και να κάνουμε έρωτα στις τρεις το πρωί, ξανά και ξανά…
Και κάπως με κάποιο τρόπο να σου εκφράζω έστω και λίγο
Τον ακάθεκτο
Τον ακατάλυτο
Τον ακατάσβεστο
Τον μεταρσιωτικό
Τον ψυχαναλυτικό
Τον άνευ όρων τον τα πάντα πληρούντα, τον δίχως τέλος και δίχως αρχή,
ΕΡΩΤΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ . . .

Φραντσέσκα Χατζηπαναγιώτη
 — at Kalymnos Island, Greece.